μεταπλάζομαι

μεταπλάζομαι
μεταπλάζομαι (Μ)
βλ. μεταπλάθω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μεταπλάθω — και ματαπλάθω και μεταπλάττω και μεταπλάσσω (ΑΜ μεταπλάττω, Α και μεταπλάσσω, Μ μέσ. και μεταπλάζομαι) πλάθω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω ή μετασχηματίζω κάτι, μετατρέπω κάτι πλάθοντάς το («μηδέν μεταπλάττων παύοιτο ἕκαστα εἰς ἅπαντα», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”